- χαλκουργία
- ητο επάγγελμα του χαλκουργού, η χαλκευτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλκουργία — χαλκουργίᾱ , χαλκουργία working in bronze fem nom/voc/acc dual χαλκουργίᾱ , χαλκουργία working in bronze fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκουργία — η, ΝΜΑ [χαλκουργός] η τέχνη και το επάγγελμα τού χαλκουργού … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
χαλκουργικός — ή, ό / χαλκουργικός, ή, όν, ΝΜΑ [χαλκουργός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χαλκουργό ή στην χαλκουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκουργική η χαλκουργία … Dictionary of Greek
χαλκοχυτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χαλκουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η χαλκοχυτική η χαλκουργία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + χυτικός (< χύνω / χέω). Το επίθ. χαλκοχυτικός μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
χαλκοτυπία — η, ΝΜΑ [χαλκοτύπος] νεοελλ. χαλκουργία μσν. αρχ. χτύπημα με χάλκινο όπλο («οὐλὰς ἐκ τῶν κατὰ πόλεμον χαλκοτυπιῶν», Λέων Δ) … Dictionary of Greek
χαλκοτυπική — η, ΝΜΑ [χαλκοτύπος] χαλκουργία … Dictionary of Greek